ὁδεύσῃ

ὁδεύσῃ
ὁδεύσηι , ὅδευσις
passage through
fem dat sg (epic)
ὁδάω
export and sell
pres part act fem dat sg (epic ionic)
ὁδεύω
go
aor subj mid 2nd sg
ὁδεύω
go
aor subj act 3rd sg
ὁδεύω
go
fut ind mid 2nd sg
ὁδόω
lead by the right way
pres part act fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • πολυγωνομετρία — η, Ν (τοπογρ.) μέθοδος προσδιορισμού σημείων τού εδάφους με όδευση κατά την οποία σχηματίζεται πολυγωνική γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγωνο + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”